- ἐπειπεῖν
- ἐπεῖπονsay besidesaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επείπον — ἐπεῑπον (αόρ. β τού επιλέγω) (Α) 1. είπα επί πλέον ή συγχρόνως ή έπειτα («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῑν», Ηρόδ.) 2. είπα εναντίον κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῑν ψόγον», Αισχύλ.) 3. ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῑν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ… … Dictionary of Greek
επαυδώ — ἐπαυδῶ, άω (Α) 1. μέσ. ἐπαυδῶμαι επικαλούμαι κάποιον 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπηύδων ἐπεφώνουν» 3. (κατά τη Σούδα) «ἐπαυδῆσαι ἐπειπεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυδώ «μιλώ, φωνάζω»] … Dictionary of Greek